αγροικία

αγροικία
η
1. το να έχει κανείς κακούς τρόπους: Καθετί που έκανε ή έλεγε είχε τη σφραγίδα της αγροικίας.
2. σπίτι στην εξοχή, στο οποίο διατρέφονται και κατοικίδια ζώα: Το σπίτι που είχαν στην εξοχή δεν ήταν έπαυλη, αλλά αγροικία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀγροικία — ἀγροικίᾱ , ἀγροικία rusticity fem nom/voc/acc dual ἀγροικίᾱ , ἀγροικία rusticity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροικία — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… …   Dictionary of Greek

  • ἀγροικίᾳ — ἀγροικίαι , ἀγροικία rusticity fem nom/voc pl ἀγροικίᾱͅ , ἀγροικία rusticity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροικιά — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… …   Dictionary of Greek

  • ἀγροικίας — ἀγροικίᾱς , ἀγροικία rusticity fem acc pl ἀγροικίᾱς , ἀγροικία rusticity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροικίαι — ἀγροικία rusticity fem nom/voc pl ἀγροικίᾱͅ , ἀγροικία rusticity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροικίαν — ἀγροικίᾱν , ἀγροικία rusticity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροικιῶν — ἀγροικία rusticity fem gen pl ἀγροικίζομαι to be rude and boorish fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροικίαις — ἀγροικία rusticity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροικίην — ἀγροικία rusticity fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”